- λαβράκι
- Είδος τελεόστεων ψαριών της οικογένειας moronidae, της τάξης των περκομόρφων. Η επιστημονική του ονομασία είναι Morone labrax ή Dicentrarchus labrax. Έχει μέσο μήκος περίπου 1 μ. και ζυγίζει από 9 έως 10 κιλά. Το σώμα του καλύπτεται από μεγάλα, κανονικού σχήματος λέπια και το χρώμα του κυμαίνεται από σκούρο γκρι, μπλε ή πράσινο ραχιαία έως λευκό ή ανοιχτό κίτρινο κοιλιακά. Κολυμπά ταχύτατα και είναι αδηφάγο, γι’ αυτό ονομάζεται και λύκος, αν και αυτή η ονομασία αποδίδεται συνήθως σε ένα άλλο περκόμορφο ψάρι, τον ανάρριχο τον λύκο (Anarhichas lupus), που ανήκει σε άλλη οικογένεια. Το λ., που ψαρεύεται για το εύγευστο κρέας του, είναι διαδεδομένο στον ανατολικό Ατλαντικό, από τη Νορβηγία έως το Μαρόκο, στη Μεσόγειο και στη Μαύρη θάλασσα. Αναπτύσσεται πολύ αργά, με συνέπεια να μη φτάνει σε σεξουαλική ωριμότητα πριν από τον 5ο ή 6ο χρόνο. Κατά την περίοδο της αναπαραγωγής παραμένει στα παράκτια νερά.
Ένα παρόμοιο είδος, που έχει όμως μήκος 40-70 εκ., είναι το στικτό λαβράκι (Dicentrarchus punctatus), που ονομάζεται έτσι επειδή στα πλευρά του έχει πολυάριθμα μαύρα στίγματα. Στις ελληνικές θάλασσες απαντάται κυρίως το είδος που ονομάζεται λύκος, που ζει στις ακτές ή στις λιμνοθάλασσες, όπως για παράδειγμα του Μεσολογγίου.
Το λαβράκι, ιδιαίτερα διαδεδομένο στη Μεσόγειο και στον ανατολικό Ατλαντικό, είναι περιζήτητο για το νόστιμο κρέας του.
* * *το (AM λαβράκιον, Μ και λαβράκιν)νεοελλ.φρ. «έπιασα λαβράκι» ή «έβγαλα λαβράκι» — είχα εξαιρετική και ανέλπιστη επιτυχίανεοελλ.-μσν.κοινή, σήμερα, ονομασία περκόμορφου ψαριού τής θάλασσας και τών υφάλμυρων νερών που, σύμφωνα με τη σύγχρονη ταξινόμηση, ανήκει στην οικογένεια moronidaeαρχ.υποκορ. τού λάβραξ.[ΕΤΥΜΟΛ. < λάβραξ, -ακος < υποκορ. κατάλ. -ι(ο)ν].
Dictionary of Greek. 2013.